ρινί
Смотреть что такое "ρινί" в других словарях:
ρινί — το / ῥινίον, ΝΜΑ [ῥίνη] η ρίνη, η λίμα αρχ. κολλύριο … Dictionary of Greek
ρινί — το εργαλείο για το τρίψιμο σκληρών σωμάτων, λίμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥινί — ῥῑνί , ῥίς nose fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρινίον — (I) τὸ, Α βλ. ρινίο. (II) τὸ, ΜΑ βλ. ρινί … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ρινίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, τρίβω με το ρινί, λιμάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)